- εὐπορίᾳ
- εὐπορίαι , εὐπορίαeasefem nom/voc plεὐπορίᾱͅ , εὐπορίαeasefem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐπορία — εὐπορίᾱ , εὐπορία ease fem nom/voc/acc dual εὐπορίᾱ , εὐπορία ease fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπορία — η (ΑΜ εὐπορία) [εύπορος] το να υπάρχει επάρκεια ή αφθονία πόρων για άνετη ζωή, η οικονομική ευμάρεια νεοελλ. μσν. η εξασφάλιση σε κάποιον τών πόρων για την άνετη διαβίωσή του («ευπορίας ευεργέτημα») μσν. αρχ. η ευκολία να βρει κάποιος κάτι, το να … Dictionary of Greek
ευπορία — η η κατάσταση του εύπορου, άνεση υλική, ευημερία, πλούτος (αντίθ. απορία) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐπορίας — εὐπορίᾱς , εὐπορία ease fem acc pl εὐπορίᾱς , εὐπορία ease fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπορίαι — εὐπορία ease fem nom/voc pl εὐπορίᾱͅ , εὐπορία ease fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπορίαν — εὐπορίᾱν , εὐπορία ease fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐποριῶν — εὐπορία ease fem gen pl εὐπορίζω supply fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπορίαις — εὐπορία ease fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπορίη — εὐπορία ease fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπορίην — εὐπορία ease fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)